- θερμοδόκη
- η(θερμ.-μηχ.) βοηθητικό εξάρτημα τών εγκαταστάσεων ατμού το οποίο αποτελεί δεξαμενή συγκέντρωσης τού νερού που προέρχεται από το ψυγείο τής εγκατάστασης.[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)-* + -δόκη (< δέχομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θερμοδοχείο — το η θερμοδόκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + δοχείο. Η λ. στον λόγιο τ. θερμοδοχείον μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον] … Dictionary of Greek
θερμοδόχη — η η θερμοδόκη* … Dictionary of Greek